- μεγαοισοφάγος
- Παθολογική αύξηση της διαμέτρου του αυλού του οισοφάγου, που οφείλεται συνήθως σε σπασμό του καρδιακού στομίου του. Λόγω της αδυναμίας προώθησης του οισοφαγικού περιεχομένου προς τον στόμαχο, το τοίχωμα του οισοφάγου χάνει την ελαστικότητά του και διατείνεται.
* * *οιατρ. διεύρυνση τού οισοφάγου, δευτεροπαθής σε οργανική στένωση ή λειτουργική σε ιδιοπαθή αχαλασία τού οργάνου.
Dictionary of Greek. 2013.