μεγαοισοφάγος

μεγαοισοφάγος
Παθολογική αύξηση της διαμέτρου του αυλού του οισοφάγου, που οφείλεται συνήθως σε σπασμό του καρδιακού στομίου του. Λόγω της αδυναμίας προώθησης του οισοφαγικού περιεχομένου προς τον στόμαχο, το τοίχωμα του οισοφάγου χάνει την ελαστικότητά του και διατείνεται.
* * *
ο
ιατρ. διεύρυνση τού οισοφάγου, δευτεροπαθής σε οργανική στένωση ή λειτουργική σε ιδιοπαθή αχαλασία τού οργάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

  • οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”